- μακροτενής
- -ές (AM μακροτενής, -ές)1. αυτός που εκτείνεται πολύ μακριά, ο πολύ εκτεταμένος σε μήκος, διεξοδικός, σχοινοτενής2. το ουδ. ως ουσ. το μακροτενέςη σχοινοτένεια, η μακρότητανεοελλ.ο πολύ εκτεταμένος σε χρονική διάρκεια, μακροχρόνιος.επίρρ...μακροτενῶς (Μ)με μακροτενή, διεξοδικό τρόπο, διεξοδικά, σχοινοτενώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)-* + -τενής (< *τένος < τείνω), πρβλ. ευθυ-τενής, σχοινοτενής].
Dictionary of Greek. 2013.